- ηὐτοματισμένως
- αὐτοματίζωact of oneselfperf part mp masc acc pl (doric)ηὐτοματισμένωςarbitrarilyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηυτοματισμένως — ηὐτοματισμένως (Α) επίρρ. αυτόματα, εκούσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηυτοματισμένος, μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. τού ρ. αυτοματίζομαι] … Dictionary of Greek